Ευρωκρίση: Η επιστροφή των μανιφέστων

Για τους νεότερους στην Ευρώπη η έννοια του μανιφέστου ήταν μέχρι πολύ πρόσφατα άγνωστη. Εδώ και μερικές δεκαετίες, οι διανοούμενοι της εποχής μας απέφευγαν να απευθυνθούν μαχητικά στους λαούς με δημόσιες παρεμβάσεις τύπου Ζαν Πωλ Σαρτρ ή Χάινριχ Μπελ, ενδεχομένως επειδή εξέλειπαν αυτού του βεληνεκούς οι προσωπικότητες ή διότι η συλλογή υπογραφών κάτω από μία πρόταση ή μια επιστολή διαμαρτυρίας ξέφτισε με τα χρόνια. Το τελευταίο διάστημα, όμως, με την κρίση στην Ευρώπη να βαθαίνει και την αγωνία του αδιέξοδου να κορυφώνεται, η... μόδα του μανιφέστου επιστρέφει.

Την αρχή έκανε ένα ασύμμετρο τρίο, ο πράσινος Ντάνιελ Κον Μπέντιτ, ο κοινωνιολόγος Ούλριχ Μπεκ και ο φιλόσοφος Γιούργκεν Χάμπερμας, που κάλεσαν σε μια «Νέα ίδρυση της Ευρώπης από τα κάτω». Ήταν ένα μανιφέστο παλιού τύπου, το οποίο λίγο πολύ αποτέλεσε και την εξαίρεση στη νέα μόδα. Τα περισσότερα που ακολούθησαν δεν συντάχθηκαν από συγγραφείς, κοινωνιολόγους, γενικότερα από διανοούμενους, αλλά από οικονομολόγους. Και δεν απευθύνονταν στους λαούς, αλλά πρωτίστως στο σινάφι τους και στα μέλη της πολιτικής ελίτ που διατηρούν ακόμη τη συνήθεια να διαβάζουν.

 

Το πιο εντυπωσιακό το συνέταξαν ο νομπελίστας Πωλ Κρούγκμαν και ο Βρετανός οικονομολόγος Ρίτσαρντ Λάιαρντ και το ονόμασαν «το μανιφέστο της οικονομικής λογικής».

Σ' αυτό διατύπωσαν μια σειρά επιχειρημάτων ενάντια στην υστερία της λιτότητας και κάλεσαν τις κυβερνήσεις να μην κάνουν ακόμη χειρότερη την κατάσταση με τις συνεχείς περικοπές εν μέσω ύφεσης. Πάνω από δέκα χιλιάδες οικονομολόγοι υπέγραψαν το μανιφέστο, οι κυβερνήσεις δεν αντέδρασαν.

Στη Γερμανία, πάλι, η πρωτοβουλία των Κρούγκμαν κ.ά., προκάλεσε ένα... αντιμανιφέστο. Ο συντηρητικός διευθυντής του οικονομικού ινστιτούτου Ifo του Μονάχου, Χανς Βέρνερ Ζιν, μαζί με άλλους 170 κυρίως νεοφιλελεύθερους οικονομολόγους έσπευσε με ανοιχτή επιστολή του να καταγγείλει την Άνγκελα Μέρκελ ότι υποχωρεί στις απαιτήσεις των «χρεωκοπημένων χωρών», γεγονός που πρέπει να το φρενάρουν οι «συνετές χώρες».

Άμεση ήταν η αντίδραση στην εμπρηστική επιστολή των Ζιν και σία από άλλους Γερμανούς οικονομολόγους, οι οποίοι συνήθως δεν συμφωνούν μεταξύ τους σε όλα, όπως ο «σοφός» Πέτερ Μπόφινγκερ, ο άνθρωπος των συνδικάτων Γκούσταβ Χορν και ο Τόμας Στράουμπχαρ. Το τρίο υποστήριξε ότι δεν είναι δουλειά των οικονομολόγων να αναπαραγάγουν «εθνικά στερεότυπα» και το δικό του μανιφέστο μάζεψε αμέσως εκατοντάδες υπογραφές.

Στις αρχές του Αυγούστου έκανε την εμφάνισή του ένα τρίτου τύπου μανιφέστο, το οποίο ουσιαστικά συντάχθηκε μετά την παράκληση του προέδρου του γερμανικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, Ζίγκμαρ Γκάμπριελ, ώστε να συμβάλει στο κυβερνητικό πρόγραμμα του SPD, ενόψει των ομοσπονδιακών εκλογών του 2013. Συντάκτες του ήταν δύο φιλόσοφοι, ο Γιούργκεν Χάμπερμας και ο Γιούλιαν Νίντα-Ρίμελιν, και ο οικονομολόγος Πέτερ Μπόφινγκερ, οι οποίοι κάλεσαν σε μια πανευρωπαϊκή αλλαγή πλεύσης. Το αν θα εισακουσθούν, ακόμη κι από τους σοσιαλδημοκράτες, μένει να φανεί.

Χάμπερμας - Μπόφινγκερ - Ρίμελιν: η εμβάθυνση της Ευρώπης μοναδική σωτηρία για το ευρώ

Ο πρόεδρος του SPD, Ζίγκμαρ Γκάμπριελ, δεν έμεινε με σταυρωμένα τα χέρια αυτό το καλοκαίρι. Αν και επισήμως βρίσκεται σε γονική άδεια, για να μπορέσει να επιστρέψει η γυναίκα του στη δουλειά της, φρόντισε να κάνει ένα σύντομο ταξίδι στο Μόναχο και να πείσει τον πλέον σεβαστό εν ζωή φιλόσοφο της Γερμανίας, τον Γιούργκεν Χάμπερμας, να συμβάλει στη συζήτηση για τη διαμόρφωση του εκλογικού προγράμματος του κόμματος. Ο Χάμπερμας από την πλευρά του στρατολόγησε τους Πέτερ Μπόφινγκερ και Γιούλιαν Νίντα-Ρίμελιν και συνέταξαν μια πρόταση-μανιφέστο για την εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, ως όχημα για την υπέρβαση της ευρωκρίσης, αλλά «για να παταχθούν οι κακοήθεις πρακτικές και το σκιώδες παράλληλο σύμπαν που έχουν οικοδομήσει κατά μήκος και πλάτος όλης της πραγματικής οικονομίας αγαθών και υπηρεσιών οι επενδυτικές τράπεζες και τα κερδοσκοπικά κεφάλαια».

Η πρόταση των Χάμπερμας - Μπόφινγκερ - Ρίμελιν είναι για τα εκλογικά δεδομένα στη Γερμανία πολύ τολμηρή, αφού τάσσεται ξεκάθαρα υπέρ της «κοινοτικοποίησης» του δημοσίου χρέους στην Ευρωζώνη, κάτι με το οποίο συμφωνεί μεν ο Γκάμπριελ κι ένα μεγάλο μέρος του SPD και των Γερμανών Πράσινων, όμως δύσκολα θα πειστούν για κάτι τέτοιο οι ψηφοφόροι.

Οι θέσεις

Οι βασικές θέσεις που εκφράζουν στο μανιφέστο τους οι τρεις είναι οι εξής:

Η γερμανική κυβέρνηση δεν έχει το θάρρος να υπερβεί το σημερινό στάτους κβο στην Ευρώπη, το οποίο είναι αδύνατον να διατηρηθεί. Αυτός είναι ένας από τους λόγους που, παρά τα όλο και μεγαλύτερα «πακέτα» διάσωσης και παρά τις αμέτρητες πλέον έκτακτες συνόδους κορυφής για την αντιμετώπιση της κρίσης, την τελευταία διετία η κατάσταση συνεχώς χειροτερεύει.

Μόνο με μια σημαντική εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης μπορεί να διατηρηθεί το κοινό νόμισμα, χωρίς να τσακίσει η αλληλεγγύη μεταξύ των ευρωπαϊκών λαών -τόσο αυτών που δανείζουν όσο και αυτών που δανείζονται- υπό την πίεση όλο και μεγαλύτερων «πακέτων» βοήθειας, που φαίνεται να μην έχουν τελειωμό.

Αυτή η κρίση δεν είναι μια κρίση του ευρώ, το οποίο έχει αποδειχθεί μέχρι τώρα ως ένα πολύ σταθερό νόμισμα. Δεν είναι καν μια ευρωπαϊκή κρίση χρέους.

Αυτή η κρίση είναι μια κρίση αναχρηματοδότησης συγκεκριμένων χωρών της Ευρωζώνης, η οποία σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στην ελλιπή θεσμική θωράκιση του κοινού νομίσματος.

Αυτή η κρίση δεν οφείλεται μόνο σε λάθη των εθνικών κυβερνήσεων, αλλά σε μεγάλο βαθμό σε συστημικά προβλήματα. Προβλήματα που δεν μπορούν να επιλυθούν με προσπάθειες στο εθνικό επίπεδο, αλλά απαιτούν μια συστημική απάντηση. Μόνο μέσω μιας κοινής εγγύησης για τα κρατικά ομόλογα της Ευρωζώνης μπορεί να αποφευχθεί το ρίσκο χρεωκοπίας ενός κράτους μέλους, ή έστω να μειωθεί σημαντικά, ένα ρίσκο που προκαλεί επιπλέον αστάθεια στις χρηματαγορές.

Υπάρχουν μόνο δύο στρατηγικές για την υπέρβαση της σημερινής κρίσης: είτε η επιστροφή όλων στα εθνικά τους νομίσματα, η οποία θα προκαλέσει σε κάθε χώρα χωριστά ανυπολόγιστες αναταράξεις και θα την κάνει έρμαιο των κερδοσκοπικών αγορών συναλλάγματος, είτε η θεσμική θωράκιση μιας κοινής δημοσιονομικής, οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής στην Ευρωζώνη, με στόχο να ξαναβρεί η πολιτική της ικανότητα δράσης της έναντι των επιταγών των αγορών σε παγκόσμιο επίπεδο.

Και για όλα αυτά θα πρέπει να μιλήσουν οι λαοί. Πρέπει να σταματήσουν οι προσπάθειες να ηρεμήσουν οι αγορές με όλο και πιο πολύπλοκα και αδιαφανή κατασκευάσματα και μηχανισμούς, την ώρα που οι κυβερνήσεις αποδέχονται σιωπηρά την ενίσχυση μιας κεντρικής εκτελεστικής εξουσίας στην Ευρώπη ερήμην των λαών τους. Ως εκπρόσωπος του μεγαλύτερου χρηματοδότη της Ε.Ε. στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, η Γερμανία οφείλει να πάρει την πρωτοβουλία και να προτείνει ένα σχέδιο απόφασης που να συγκαλεί μια συντακτική συνέλευση της Ευρώπης. Αν το αποτέλεσμα των δημοψηφισμάτων είναι θετικό, οι λαοί της Ευρώπης θα μπορέσουν να ξανακερδίσουν στο ευρωπαϊκό επίπεδο την κυριαρχία που τους έχουν υπεξαιρέσει εδώ και πολύ καιρό οι αγορές στο εθνικό επίπεδο.

Οι πρώτες αντιδράσεις

Το μανιφέστο των τριών δεν άρχισε ακόμη να συζητιέται επισήμως εντός του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, προκάλεσε, όμως, πολλές αντιδράσεις κυρίως σε δύο σημεία του. Την πρόταση για κοινή εγγύηση των χρεών και τη διαπίστωση ότι πρέπει να αποφανθούν οι λαοί για την εμβάθυνση της Ευρώπης.

Στο πρώτο σημείο, οι αντιδράσεις ήρθαν και από τα δεξιά και από τα αριστερά. Η γερμανική κυβέρνηση την απέρριψε κατηγορηματικά, άλλωστε «πουλάει» ως κόκκινη γραμμή στην κοινοβουλευτική της ομάδα και στην κοινή γνώμη τη μη «κοινοτικοποίηση» των χρεών, παρά το γεγονός ότι μέσω των εγγυήσεων για τους μηχανισμούς στήριξης και μέσω της συμμετοχής στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα η «κοινοτικοποίηση» είναι από καιρό πραγματικότητα - τουλάχιστον στην περίπτωση που καταρρεύσουν μία ή περισσότερες χώρες της Ευρωζώνης. Χαρακτηριστική ήταν η ανάλυση που παρουσίασε την περασμένη εβδομάδα ο εκπρόσωπος για οικονομικά θέματα της κοινοβουλευτικής ομάδας των Γερμανών Σοσιαλδημοκρατών Κάρστεν Σνάιντερ, σύμφωνα με την οποία το οικονομικό ρίσκο που αναλαμβάνει η Γερμανία στην αντιμετώπιση της κρίσης ξεπερνάει το ένα τρισεκατομμύριο ευρώ. «Η κοινή ανάληψη χρεών είναι ήδη εδώ», τονίζει ο Σνάιντερ και εξηγεί πως «η Γερμανία αναλαμβάνει εγγυήσεις όχι μόνο για το πακέτο της Ελλάδας και τους μηχανισμούς στήριξης με συνολικά 310 δισ. ευρώ, αλλά και με πολύ μεγαλύτερα ποσά για τις 'συναλλαγές' της ΕΚΤ».

Το «όχι» της Γερμανικής Αριστεράς

Το αίτημα για την κοινή εγγύηση των χρεών το αρνείται και η γερμανική Αριστερά, μέσω της αντιπροέδρου της κοινοβουλευτικής της ομάδας. Η Σάρα Βάγκενκνεχτ υποστηρίζει ότι «η κοινή ευθύνη για τα κρατικά ομόλογα θα ήταν εργαλείο για τη συνέχιση μιας λανθασμένης πολιτικής, που συνίσταται στη διάσωση τραπεζών με δημόσιο χρήμα και στην περικοπή των μισθών και εισοδημάτων της τεράστιας πλειονότητας του πληθυσμού». Θεωρεί ανεπαρκή εργαλεία για την αντιμετώπιση της κρίσης τα ευρωομόλογα και προτείνει ένα άλλο πακέτο μέτρων για τον έλεγχο της κρίσης: «Πρώτον, πρέπει να αποσυνδεθούν οι δημοσιονομικές δαπάνες από τις χρηματιστικές αγορές. Το μέσο γι' αυτό θα ήταν να παίρνουν τα κράτη δάνεια άμεσα από την ΕΚΤ και μάλιστα με τον ίδιο τόκο για τις τράπεζες, δηλαδή 0,75% που είναι σήμερα. Δεύτερον, θα έπρεπε να τεθεί τέρμα στις συμμορίες των τραπεζών-τζογαδόρων. Τρίτον, θα έπρεπε να διαγραφούν όλα τα χρέη που οφείλονται στην κρίση των τραπεζών. Το ποσοστό χρέους στην Ευρωζώνη θα έπεφτε έτσι αμέσως στο 60%, στην Ισπανία μάλιστα στο 36%. Έτσι θα μάτωναν οι κερδισμένοι από το χρηματιστικό πάρτι, και όχι οι εργαζόμενοι και οι συνταξιούχοι».

Ο φόβος των δημοψηφισμάτων

Στο δεύτερο σημείο, στην αναγκαιότητα να αποφανθούν οι λαοί για το μέλλον της Ευρώπης, οι αντιδράσεις έχουν την ιδιαιτερότητα να μοιάζουν σε πρώτη ανάγνωση με συμφωνία. Επισήμως, κανείς πλέον δεν διαφωνεί στη Γερμανία ότι κάποια στιγμή θα χρειαστούν δημοψηφίσματα, για να εγκρίνουν -ή όχι- οι λαοί την περαιτέρω εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Οι περισσότεροι, όμως, φοβούνται μια αρνητική απάντηση.

Ο πρώτος που ξεστόμισε, άλλωστε, την ιδέα του δημοψηφίσματος ήταν ο Χριστιανοδημοκράτης υπουργός Οικονομικών, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, πριν από μήνες, ενώ τη σκυτάλη πήραν ο Φιλελεύθερος υπουργός Εξωτερικών, Γκίντο Βεστερβέλε, ο πρόεδρος των Χριστιανοκοινωνιστών της Βαυαρίας, Χορστ Ζέχοφερ, και ο πρόεδρος των Σοσιαλδημοκρατών, Ζίγκμαρ Γκάμπριελ.

Όμως ο καθένας έχει μια άλλη ερώτηση στο μυαλό του και ειδικά ο Σόιμπλε, που πιστεύει ότι είναι αναπόφευκτο ένα δημοψήφισμα για την αλλαγή του συντάγματος στη Γερμανία, ώστε να προχωρήσει η πολιτική ένωση, θα ήθελε να καθυστερήσει πολύ αυτή η στιγμή. Ενδεχομένως, διότι ενδόμυχα συμμερίζεται την κριτική που δέχεται η κυβέρνησή του και κυρίως η καγκελάριος Μέρκελ ότι δεν έχει πει στον λαό όλη τη σκληρή αλήθεια για την κρίση του ευρώ.

Αντίθετα, ο Ζέχοφερ θα ήθελε διά δημοψηφίσματος να κλείσει την πόρτα στην πολιτική ένωση. Γι' αυτόν το ερώτημα δεν είναι «θέλετε περισσότερη εμβάθυνση με ό,τι αυτή σημαίνει» αλλά «θέλετε ή όχι ευρωομόλογα», «θέλετε ή όχι περαιτέρω εκχώρηση κυριαρχίας στις Βρυξέλλες», «θέλετε ή όχι να βοηθά η Γερμανία τις άλλες χώρες»; Και έχει δώσει ήδη δείγματα γραφής για το ποια απάντηση θεωρεί σωστή, αφού το κρατίδιό του, η Βαυαρία, ετοιμάζει προσφυγή στο συνταγματικό δικαστήριο για να μην δίνει βοήθεια σε άλλα φτωχότερα γερμανικά κρατίδια.

Ο Βεστερβέλε, πάλι, θεωρεί ότι πρέπει να γίνει «κάποια μέρα» δημοψήφισμα για την έγκριση ενός νέου «αληθινού» ευρωπαϊκού συντάγματος, ενώ ο Γκάμπριελ υιοθετεί την πρόταση των Χάμπερμας - Μπόφινγκερ - Ρίμελιν: «Εάν θέλουμε πραγματικά να εκχωρήσουμε περισσότερα εθνικά κυριαρχικά δικαιώματα στους ευρωπαϊκούς θεσμούς -και το θέλουμε- δεν αρκεί μια ενισχυμένη πλειοψηφία στη Βουλή, πρέπει να ρωτήσουμε τους πολίτες», είπε σε μια ντουζίνα συνεντεύξεις την τελευταία εβδομάδα.

source : http://www.avantipopolo.gr/2012/08/blog-post_2027.html